Εκδοχές του ίδιου κειμένου υπάρχουν και ως:

«Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση στην ελληνική συγκυρία: δημόσιες πολιτικές και συνδικαλιστικές συνέργειες» στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα (1980-2001), Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2004, σ. 627-648


«Πολιτική και διεκδικητικές συλλογικότητες: Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση και η ελληνική περίπτωση» στο Μοσχονάς, Α., Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Eυρωπαϊκή ολοκλήρωση και εργασιακές σχέσεις: προβληματισμοί και αναζητήσεις στο εθνικό και διευρωπαϊκό πεδίο, Αθήνα: Gutenberg, 2004. σ. 323-358
  


‘The European Employment Strategy Αgainst a Greek Benchmark: A Critique’ European Journal of Industrial Relations, 9: 2, Ιούλιος 2003, σ. 189-203
[Ολόκληρο το κείμενο] 
Παρότι η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση έχει προκαλέσει ζωηρό πολιτικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον διεθνώς, στην Ελλάδα η σημασία της μάλλον εξακολουθεί να μας διαφεύγει. Πρόκειται για σημαντικό κενό, αν αναλογιστούμε πως η ΕΣΑ συνιστά ένα νέο πρότυπο άσκησης δημόσιων πολιτικών που στην ουσία του φιλοδοξεί να συγκαλύψει ιδεολογικές προτεραιότητες και στοχεύσεις —όπως έχει εύστοχα επισημανθεί, πρόκειται για μια εκδοχή άσκησης «δημόσιας πολιτικής χωρίς την πολιτική». Όντας έκφανση της σύγχρονης ιδεολογίας της «διαδικαστικής δημοκρατίας» στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΣΑ επιχειρεί μέσω της συστηματικής ανάδειξης ενός διακυβερνητικού-διαβουλευτικού προτύπου να αντικαταστήσει το πιο πρόδηλα ιδεολογικό ρυθμιστικό και να εδραιώσει τον «κοινωνικό διάλογο» ωσάν από μηδενική βάση. Η ιδιομορφία αυτή στρέφει την προσοχή μακριά από τον αξιακό-ιδεολογικό κώδικα της ΕΣΑ, όμως -ίσως ακριβώς γι’ αυτό- ο τελευταίος εμπεδώνεται και σταθεροποιείται βαθύτερα από ποτέ. 
            Το τέσσερα παραπάνω κείμενα αποσκοπούν στην πυκνή περιγραφή του εγχειρήματος της ΕΣΑ, την κατάδειξη του ουσιαστικά νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού πυρήνα της (στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας αγοραίας απίσχνανσης του Κράτους Πρόνοιας), και την επισήμανση του τελικά ατελέσφορου χαρακτήρα της για περιπτώσεις όπως η ελληνική (ιδιαίτερα μέσα από ανάλυση των αδιεξόδων της πολιτικής περιορισμού των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και της θέσπισης ευελιξίας στην αγορά εργασίας). Υποστηρίζεται πως τα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης (υψηλή ανεργία σε συνδυασμό με χαμηλό εργατικό κόστος -άμεσο και έμμεσο- και τον εξαιρετικά ευέλικτο άτυπο τομέα) αποκαλύπτουν ελλείμματα στρατηγικού σχεδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καθιστούν επιτακτική την επανα-πολιτικοποίηση του σκέπτεσθαι για την αύξηση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Τα κείμενα βασίζονται στο ίδιο εμπειρικό υλικό, έχουν όμως διαφορετικές θεωρητικές επιδιώξεις και, συνεπώς, εμφάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ οι δυο αγγλόγλωσσες εκδοχές (Α και Δ) συνδιαλέγονται με -και φιλοδοξούν να έχουν συμβολή στη- βιβλιογραφία των δημόσιων πολιτικών (και ειδικότερα στην περιοχή ων Ευρωπαϊκών σπουδών), οι ελληνόγλωσσες (Β και Γ) επεκτείνονται και σε ζητήματα συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων και διεκδικητικών υποκειμένων (κυρίως συνδικαλιστικών).
            Από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής τους, οι διάφορες εκδοχές του κειμένου είχαν σημαντική απήχηση και παρατίθεται συχνά (βλ. http://scholar.google.gr/scholar?oi=bibs&hl=el&cites=17948234082122917456#).

Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι τα κείμενα διατηρούν σημαντικές διαφορές ακόμα και στο εσωτερικό των δυο υποκατηγοριών (π.χ. βασική έμφαση του Α είναι η ευρωπαϊκή θεσμική διαδικασία, ενώ του Δ οι συνέπειες της ΕΣΑ στην Ελλάδα), θα επιχειρήσω τώρα μια σύντομη περιγραφή της κοινής γνωστικής τους συνισταμένης.

Η διαδικασία ανάδυσης μιας ιδιαίτερης -πανευρωπαϊκής- στρατηγικής για την απασχόληση αρχίζει τη δεκαετία του 1990, μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για την ΕΕ. Η συγκυρία είναι γνωστή: χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, φθίνουσα νομιμοποίηση για τους περισσότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς (πρόκειται για την περίοδο που παγιώνεται η αρχή της «επικουρικότητας») και,το κυριότερο, ποσοστά ανεργίας που είχαν να εμφανισθούν από τη δεκαετία του 1930. Η ΕΣΑ, προέκυψε μέσα στη δίνη αυτής της συγκυρίας για να την αντιμετωπίσει, και υπήρξε προϊόν στρατηγικής διάδρασης, ελιγμών και συμβιβασμών.
Αν και το πρώτο ορόσημο στην πορεία ανάδυσής της τοποθετείται το Δεκέμβριο του 1994 (στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Essen) , η ΕΣΑ παίρνει την πρώτη οριστική μορφή της το Νοέμβριο του 1997, στην έκτακτη σύνοδο κορυφής του Λουξεμβούργου. Συνοψίζοντας, η διαδικασία που εγκαθιδρύει συνίσταται στην υιοθέτηση μιας σειράς  κατευθυντήριων γραμμών πολιτικής (guidelines) που αρχικά ήταν οργανωμένες σε 4 Πυλώνες πολιτικής. Παρότι από το 2003 και μετά (στο πλαίσιο μιας προσπάθειας απλοποίησης των διαδικασιών) αυτή η οργάνωση των πολιτικών έχει πάψει να υφίσταται, η κλασική διατύπωση προσφέρεται για να προσεγγίσει κανείς τον πολιτικό πυρήνα του περιεχομένου της ΕΣΑ.
·               Απασχολησιμότητα —μέτρα που προωθούν τη μετάβαση από παθητικές σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προβληματικής «διαχείρισης ανθρώπινων πόρων»·
·               Επιχειρηματικότητα —πολιτικές που επιδιώκουν τη συμπίεση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και διευκολύνουν την ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων (ιδιαίτερα μικρών και μεσαίων)
·               Προσαρμοστικότητα —πολιτικές που σκοπεύουν στην προώθηση ευέλικτων μορφών εργασίας, και
·               Ίσες Ευκαιρίες —πολιτικές που αποσκοπούν στην αύξηση των ποσοστών απασχόλησης μέσω της υποβοήθησης της εισόδου περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας.
Αποτιμώντας την ΕΣΑ και τις διαδικαστικές της ιδιαιτερότητες, πολλοί μελετητές έσπευσαν να
την εκθειάσουν ως καινοτόμο πρότυπο διακυβέρνησης που συνδυάζει την πανευρωπαϊκή εμβέλεια με την αρχή της επικουρικότητας. Τα επίθετα που κοσμούν τις περιγραφές στη βιβλιογραφία είναι λαμπερά και άφθονα: η ΕΣΑ είναι «περιοδική», «περιεκτική», «ανοιχτή στην παρέμβαση των ‘κοινωνικών εταίρων’», και απόλυτα ιδιοφυής στις συνθετικές της δυνατότητες, ικανή να προωθεί συγκλίσεις ενώ ταυτόχρονα διατηρεί διαφορετικότητες. Πρόκειται λοιπόν για τετραγωνισμό του κύκλου; Για εξευρωπαϊσμό χωρίς «εναρμόνιση», για προώθηση πολιτικών χωρίς νομοθεσία, για έναν τρόπο άσκησης πολιτικής χωρίς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις; Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Αν και η διαδικαστική καινοτομία της ΕΣΑ είναι αναμφισβήτητη (και πρέπει να αναδειχθεί), δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι πυλώνες, οι κατευθυντήριες γραμμές και όλα τα διαδικαστικά της παρεπόμενα ενέχουν ταυτόχρονα και «περιεχόμενο πολιτικής», που αφενός οριοθετεί το πεδίο «απασχόληση» και αφετέρου το τέμνει σε επιχειρησιακά λειτουργικές κατηγορίες. Αν είναι όμως έτσι, το περιεχόμενο αυτό πρέπει να εξεταστεί πέρα και ανεξάρτητα από τη διαδικαστική καινοτομία.
Ακόμη και μια γρήγορη διερεύνηση του θέματος αρκεί για να καταδείξει πως αυτό που πρωτίστως επιδιώκει η ΕΣΑ είναι η (επαν-) εμπορευματοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η (επαν-) υπαγωγή του προβλήματος της απασχόλησης στη λογική της λειτουργίας της αγοράς. Απώτερο αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω απίσχνανση της κοινωνικής διάστασης της ιδιότητας του πολίτη κατά την έννοια του T. H. Marshall. Θέτοντας το ζήτημα επιγραμματικά, η ΕΣΑ εκκινεί από μια πλαισίωση του προβλήματος σύμφωνα με την οποία η ανεργία δεν αποτελεί αντανάκλαση ή μορφή αποτυχίας της αγοράς, αλλά απόδειξη του ότι αυτή δεν αφήνεται να λειτουργήσει ελεύθερα. Όπως και στην κλασική νεοφιλελεύθερη οπτική, η λειτουργία της αγοράς και οι παρορμήσεις της υποστασιοποιούνται, καθιστάμενες το απόλυτο μέτρο αξιολόγησης των διάφορων πολιτικών.
Συναφώς, το εγγύτερο επιχειρησιακό υπόδειγμα για την αποτίμηση των αιτίων της ανεργίας (συνεπώς και των ενδεικνυόμενων μέτρων για την αντιμετώπισή της) δεν είναι άλλο από τη λεγόμενη «Ευρω-σκλήρωση» (τη σαρωτική γενίκευση που, ως γνωστόν αποδίδει την ανεργία σε παράγοντες όπως το υπερβολικά δαπανηρό Κράτος Πρόνοιας, το υψηλό εργατικό κόστος, και τις άκαμπτες αγορές εργασίας). Με τον ένα ή άλλο τρόπο οι δέσμες μέτρων που προτείνονται κατατείνουν στην άρση αυτών των συνθηκών. Ενδεικτικά,
·         η Προσαρμοστικότητα και η Επιχειρηματικότητα επιδιώκουν αντίστοιχα την «ελαστικοποίηση» της εργασίας και τη μείωση του έμμεσου εργατικού κόστους, ενώ οι
·         Ίσες Ευκαιρίες επιδιώκουν την ανακούφιση των κρατικών προϋπολογισμών μέσω της αύξησης της βάσης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων.
·         Η Απασχολησιμότητα, τέλος, αίρει περαιτέρω την κοινωνική διάσταση της έννοιας του πολίτη, υπάγοντας απευθείας την αξία της εκπαίδευσης στα κελεύσματα της αγοράς, και εμπεδώνοντας τη νεο-φιλελεύθερη άποψη σύμφωνα με την οποία η ανεργία οφείλεται στη χαμηλή ειδίκευση.
Η «Τριτοδρομική» ρητορική της ΕΣΑ που προπαγανδίζει (συχνά συγκαλύπτοντας) τις αλλαγές αυτές είναι ρωμαλέα, αυτάρεσκη, και σε κάποιες εκφορές της, πράγματι εντυπωσιακή. Όμως το θεωρητικό σκεπτικό που τη συνέχει δεν είναι απαλλαγμένο από βασανιστικές εσωτερικές αντιφάσεις. Ανακύπτουν, συγκεκριμένα, δυο ερωτήματα που, αν και πρωταρχικά, σπάνια τίθενται προς συζήτηση. Εν πρώτοις, Τι ήταν αυτό που προκάλεσε την ανάδειξη μιας ιδιαίτερης —διαφοροποιημένης—σφαίρας κοινωνικής πολιτικής κατά τη μεταπολεμική περίοδο; Η απάντηση, βέβαια, είναι προφανής: Η χρεοκοπία των μηχανισμών της αγοράς —το γεγονός ότι η ανεμπόδιστη λειτουργία τους στάθηκε ιστορικά ανίκανη να προστατέψει τις κοινωνίες από την υψηλή ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, και την πολιτική αλλοτρίωση. Η απάντηση αυτή οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα: Μήπως το νέο, «παγκοσμιοποιημένο», οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα; Γιατί είναι βέβαια αυτονόητο πως προϋπόθεση για την μεσο-μακροπρόθεσμη επιτυχία μιας πολιτικής διαχείρισης ανθρώπινων πόρων και «ατομικής ενδυνάμωσης» είναι μια αγορά που δεν αποτυγχάνει. (Αλλιώς το πρόβλημα απλώς ανακυκλώνεται.) Και πάλι η απάντηση είναι οδυνηρά πρόδηλη: Όχι μόνο η προοπτική της αποτυχίας της αγοράς δεν έχει απομακρυνθεί, αλλά -το ακριβώς αντίθετο- έχει γίνει περισσότερο πιθανή (όπως θλιβερά μας υπενθυμίζει το πρόσφατο δράμα της Αργεντινής -και άλλα συντελεσμένα ή επαπειλούμενα για τα οποία ελάχιστα τροφοδοτείται η δημόσια σφαίρα). Αν είναι έτσι, όμως, τότε η «απο-διαφοροποίηση» της κοινωνικής πολιτικής και η αυτονόμηση της αγοράς ως στρατηγικά μακρο-εγχειρήματα δημόσιας πολιτικής παραμένουν θεωρητικά έωλα -εκτός, φυσικά, αν κάποιος προσυπογράψει τα πιο ακραία νεοκλασικά αξιώματα.
Το ότι αυτή η -βαθιά πολιτική- επιλογή τίθεται εκτός της διαβουλευτικής ημερήσιας διάταξης, δημιουργεί μια κατάσταση πραγμάτων όπου οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα κράτη και τους «κοινωνικούς εταίρους» διατηρούν μια διαρκώς ασύμπτωτη σχέση με ζητήματα που ενδεχομένως βρίσκονται στον πυρήνα του προβλήματος της απασχόλησης (όπως, λ.χ., η ανεργία ως απόρροια των αδιεξόδων
  • συγκεκριμένων λειτουργιών της αγοράς,
  • συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμπεριφορών, και
  • συγκεκριμένων παραγωγικών κρυσταλλώσεων και καθεστώτων).
Η ΕΣΑ μπορεί έτσι να είναι ιδιοφυώς περιοδική-επαναλαμβανόμενη και «ανοιχτή» ως διακυβερνητική διαδικασία, όμως ο ασφυκτικά «αγοραίος» τρόπος με τον οποίο πλαισιώνει το πρόβλημα της ανεργίας πάσχει από αυτό που, στη μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, αποκαλείται «σφάλμα της πρόωρης περαίωσης» -την τάση να παγιώνονται οι αναλυτικές κατηγορίες μιας συζήτησης με τρόπο που περιορίζει και υπονομεύει τη δυναμική της.
Η πραγματικότητα αυτή κατοπτρίζεται βέβαια γλαφυρά, στην πράξη, στον ανεπαρκή και προβληματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει περιπτώσεις όπως η ελληνική. Λόγω μάλιστα της μονοσήμαντα αγοραίας πλαισίωσης του προβλήματος, οι βαθύτερες αιτίες της ανεργίας μένουν στο περιθώριο της συζήτησης.

Η ανάλυση των κειμένων Α, Β και Γ καθιστά σαφές ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα όχι μόνο μια οικονομία υψηλών εισοδημάτων κατά το μοντέλο της Ευρωσκλήρωσης δεν ήταν, αλλά (μαζί με την Πορτογαλία), ήταν το απόλυτο υπόγειο της Ευρώπης. Είναι καταφανέστατο, συνεπώς, πως μόνο μικρή ή μηδαμινή δημιουργία απασχόλησης είναι πιθανή αν μειωθεί περαιτέρω το κόστος εργασίας, άμεσο ή έμμεσο. Κι όμως η μείωση αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της συλλογιστικής της ΕΣΑ και των συστάσεών που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απευθύνει προς την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό που σπάνια επισημαίνεται, βέβαια, είναι πως κάθε μείωση του έμμεσου εργατικού κόστους συνεπάγεται ταυτόχρονα και μείωση φορολογικών εσόδων. Και βέβαια είναι κοινότοπο να επισημάνει κανείς πως το (εξαιρετικά αναποτελεσματικό) ελληνικό Κράτος Πρόνοιας δύσκολα μπορεί να αντέξει κάτι τέτοιο.
Μέσα από το πρίσμα της ΕΣΑ, η συζήτηση στρέφεται στη συνέχεια στο μέγεθος του
Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ). Μπορεί οι μισθοί να είναι χαμηλοί, υποστηρίζεται, όμως το ΜΚΕ παραμένει υψηλό. Επειδή το ΜΚΕ δεν πέφτει όσο γρήγορα θα έπρεπε, υποστηρίζει η κυρίαρχη άποψη, οι μισθοί πρέπει να συγκρατηθούν. Πρόκειται για σημείο στο οποίο κατοπτρίζονται γλαφυρά οι πρακτικές επιπτώσεις μιας «ηγεμονικής πλαισίωσης». Γιατί είναι πράγματι εκπληκτικό ότι η κρατούσα ορθοδοξία παραβλέπει το γεγονός ότι το ΜΚΕ είναι λόγος, κλάσμα —συνεπώς συνάρτηση όχι μιας αλλά δυο μεταβλητών, (1) του μισθολογικού κόστους και (2) της παραγωγικότητας -που στην ελληνική περίπτωση είναι (τόσο ανά απασχολούμενο όσο και ανά ώρα εργασίας) παντελώς απογοητευτική.
Η κακή επίδοση της Ελλάδας στον τομέα της παραγωγικότητας σπάνια απασχολεί τα κείμενα του διαβουλευτικού κύκλου της ΕΣΑ, κι ο προφανής λόγος είναι ότι η επαρκής επεξήγηση και αντιμετώπιση του προβλήματος εκφεύγει της προβληματικής της. Γιατί η χαμηλή παραγωγικότητα μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη χαμηλών μισθών, όμως το αντίθετο δεν ισχύει. Οι χαμηλοί μισθοί δεν εξηγούν τη χαμηλή παραγωγικότητα, κάθε άλλο.
Αυτό που σύμφωνα με τα κείμενα την εξηγεί είναι κάτι για το οποίο η ΕΣΑ και ανάλογης οπτικής αναλύσεις δεν έχουν παρά ελάχιστα να πουν: την παραδοσιακή και ιστορικά εμπεδωμένη διστακτικότητα της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης να επενδύσει στην Έρευνα και την Τεχνολογία (τα συγκριτικά στοιχεία αποτυπώνουν απίστευτα χαμηλές Ιδιωτικές Δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης).
Τίθεται έτσι το ερώτημα: Τι θα ωθήσει τους Έλληνες επιχειρηματίες να αλλάξουν αυτή τη συμπεριφορά; Τι θα τους κάνει να πάψουν να θεωρούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνώνυμο του χαμηλού εργατικού κόστους ώστε να αρχίσουν να επενδυουν σε τομείς που αυξάνουν την παραγωγικότητα; Όπως η ίδια η ιστορική εμπειρία μαρτυρά σίγουρο είναι πως δε θα το κάνει ούτε μια περαιτέρω μείωση του εργατικού κόστους, ούτε βέβαια το άλλο προτεινόμενο σκέλος πολιτικής, η περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.
Το πρόθεμα «περαιτέρω» της προηγούμενης φράσης δεν είναι τυχαίο. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο η ελληνική αγορά εργασίας είναι άκαμπτη είναι σε μεγάλο βαθμό μύθευμα. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι η εργατική νομοθεσία πολύ συχνά μένει στα χαρτιά, οι λεγόμενες άκαμπτες πλευρές της αφορούν ένα ιδιαίτερα μικρό ποσοστό παραγωγικών μονάδων (δεν αφορούν, λ.χ. τις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις), ενώ στην πράξη ισχύει μια μεγάλη ποικιλία ευέλικτων εργασιακών διευθετήσεων που όμως δεν υπολογίζονται στις περισσότερες στατιστικές που αναλώνονται στο σχετικά χαμηλό ποσοστό των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης.
Αυτό το οποίο επίσης δεν προσμετράται στις επίσημες αποτιμήσεις είναι το τεράστιο ποσοστό της παραοικονομίας (30% του ΑΕΠ σύμφωνα με τελευταίες μελέτες —το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ). Και έχει σημασία να αναλογιστούμε ότι η παραοικονομία συνιστά πραγματικό παράδεισο ευελιξίας όλων των ειδών —εδώ το έμμεσο εργατικό κόστος είναι απολύτως μηδενικό —πρόκειται για νεοφιλελεύθερη Γη της Επαγγελίας. Και όμως! Όλα αυτά δεν εμπόδισαν την αύξηση της ανεργίας στο παρελθόν, συνεπώς είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν θα οδηγήσουν και σε ουσιαστική μείωσή της στο μέλλον.
Ανακεφαλαιώνοντας, αν η Ελλάδα είναι χώρα που συνδυάζει υψηλή ανεργία, χαμηλό εργατικό κόστος και τεράστια -και ακραία ευέλικτη- παραοικονομία, τότε κεντρικές πλευρές στον πυρήνα της ΕΣΑ τίθενται εν αμφιβόλω. Αν είναι έτσι τότε είναι απαραίτητο η συζήτηση (και η διαβούλευση) περί ανεργίας να επαναπολιτικοποιηθεί στο επίπεδο της πολιτικής ουσίας. Για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Κώστα Σταμάτη (η οποία παρατίθεται στο κείμενο Δ), η δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να βαθύνει ούτε το πρόβλημα της ανεργίας να αντιμετωπιστεί δραστικά «μέχρις ότου η δημοκρατική διαβούλευση καταφέρει να διεισδύσει στον απαγορευμένο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής».

            Όπως αναφέρθηκε, ειδοποιός διαφορά των δυο ελληνικών εκδοχών είναι η επέκτασή τους σε ζητήματα συγκρότησης διεκδικητικών υποκειμένων. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο και κρίσιμο, αφού περαιτέρω συνέπεια της κυριαρχίας της «διακυβερνητικής» θεώρησης της πολιτικής είναι η επίταση εξατομικευμένων αναγνώσεων προβλημάτων που είναι από τη φύση τους πρωτίστως συλλογικά. Αυτό δε γίνεται βέβαια μέσα από τυπική άρση των ταξικών προσδιορισμών (ο Λόγος στις δημόσιες πολιτικές δε μπορεί παρά να εξακολουθεί να περιλαμβάνει αναφορές σε «εργοδότες» και «εργαζόμενους»), υλοποιείται όμως υπόρρητα μέσω της προγραμματικής ρευστοποίησης όλων των εν δυνάμει συγκρουσιακών διακυβεύσεων: τάξεις μπορεί να υπάρχουν, δεν υπάρχουν όμως ταξικές αντιθέσεις -όλοι οι «κοινωνικοί εταίροι» επωφελούνται από προόδους στην «Απασχολησιμότητα», την «Επιχειρηματικότητα», την «Προσαρμοστικότητα», και τις «Ίσες Ευκαιρίες».
            Οι συνέπειες για τις εργατικές συλλογικότητες είναι προφανείς, όμως γι’ αυτό και η σημασία της συνδικαλιστικής παρέμβασης μεγεθύνεται. Είναι κοινό μυστικό πως η απο-πολιτικοποιημένη «διακυβερνητική» που επιφέρει διάχυση της εργατικής ταυτότητας προϋποθέτει συνδικαλιστική συνέργεια.
            Η υπόσταση του «κοινωνικού εταίρου» είναι κάτι νέο για τον ελληνικό συνδικαλισμό. Χωρίς να είναι δυνατόν να εξεταστεί η πορεία εξέλιξης των ελληνικών εργασιακών σχέσεων, είναι ωστόσο γεγονός πως η πλέον βασική ιστορική σταθερά τους υπήρξε ένας συνδυασμός κρατικής καταστολής, χειραγώγησης και εργατοπατερισμού. Κατά τη δεκαετία του 1990 το τοπίο αυτό φάνηκε να αλλάζει με την ανάδυση θεσμών «κοινωνικού διαλόγου». Όμως αυτό δεν συνοδεύτηκε από κατακτήσεις αλλά τη μονότονη διαπραγμάτευση παραχωρήσεων, το γνωστό concession bargaining. Συνδικαλιστικοί αγώνες εξακολουθούν βέβαια να διεξάγονται. Όμως ο πολιτικός Λόγος που εκπέμπεται από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι κατά κανόνα αμυντικός και ελλειμματικός ως προς την ανάδειξη νέων συνθέσεων και πολιτικών εναλλακτικών. Αν σ’ αυτό συνυπολογιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις που έχει στη -ούτως ή άλλως χαμηλή- συνδικαλιστική πυκνότητα η ανεργία, δεν είναι παράξενο που η αποτελεσματικότητα των συνδικαλιστικών αγώνων φθίνει. Αν δεν υπάρχει σοβαρή προοπτική νέων κατακτήσεων και διεύρυνσης του κοινωνικού ελέγχου πάνω στη σφαίρα της παραγωγής, το σύνηθες πρόβλημα που θέτει η κοινωνιολογία των οργανώσεων (και η σχολή της ορθολογικής επιλογής) αντιστρέφεται: δηλαδή (έστω και με κάποια μικρή δόση υπερβολής), παύει να μας απασχολεί γιατί δεν εντάσσονται στα συνδικάτα νέα μέλη, αλλά γιατί δεν τα εγκαταλείπουν και τα υπάρχοντα.
            Επιδιώκοντας την πρόκληση συζήτησης οι δυο ελληνικές εκδοχές καταλήγουν με τη διατύπωση προτάσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Επικαιροποιημένη εκδοχή του κειμένου συμπεριλαμβάνεται στον υπό έκδοσή τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 7).